Τρίτη 22 Νοεμβρίου 2011

Η αναβίωση του κοινοτισμού μέσα στην ελληνική κρίση


του Γιώργου Ρακκά
από την εφημερίδα Ρήξη, φ.79
Ένα από τα πράγματα που έχει προκαλέσει η ελληνική κρίση, μεταξύ άλλων, είναι και η καταστροφή του νεοελληνικού παρασιτικού μοντέλου, βάσει του οποίου ζούσαμε –υπονομεύοντας κάθε προοπτική για το μέλλον– τα τελευταία τριάντα χρόνια. Εδώ, ίσως, να εντοπίζεται και ένα ρήγμα στον μαύρο τοίχο που φράζει το μέλλον μας. Η κρίση είναι ταυτόχρονα και μια στιγμή ευκαιρίας. Ωστόσο, τα πράγματα δεν είναι τόσο απλά, όσο συνηθίζουν να τα παρουσιάζει ένα μέρος της κατεστημένης δημοσιογραφίας που βρήκε καταφύγιο από τη λαϊκή οργή φορώντας ένα αντικαθεστωτικό, αντιμνημονιακό προσωπείο[1]. Διότι ναι μεν, μέσα στην κρίση καταστρέφεται η εγωκρατία, τα τοξικά καταναλωτικά ήθη και συμπεριφορές, που ισοπέδωσαν την ελληνική κοινωνία από κάθε συλλογική ποιότητα, αλλά μαζί τους καταστρέφονται πραγματικές ζωές –και υπ’ αυτή την έννοια κανείς δεν μπορεί να διαχωρίσει την όψη της ευκαιρίας από εκείνην της δυστυχίας και της καταστροφής.
Σε οποιαδήποτε περίπτωση, όμως έχουν ήδη καταγραφεί ορισμένες θετικές αλλαγές. Όπως για παράδειγμα εκείνες που καταγράφονται στο διατροφικό μοντέλο: Σύμφωνα με το Κέντρο Προστασίας Καταναλωτών, τους τελευταίους μήνες έχει καταγραφεί μαζική στροφή στη μεσογειακή διατροφή και εγκατάλειψη της ακατάσχετης κρεοφαγίας και της υπερκατανάλωσης στα ταχυφαγεία που χαρακτήρισε την προηγούμενη περίοδο[2]. Ανάλογες τάσεις καταγράφονται επίσης στην βιομηχανία της διασκέδασης και ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στο σκληρό πυρήνα των καταναλωτών του κλάδου, τους νέους[3].
Το ίδιο μπορεί κανείς να διαπιστώσει για την σφαίρα της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Τα τελευταία δύο χρόνια έχουν αναπτυχθεί στη χώρα μας εκατοντάδες πρωτοβουλίες πολιτών. Η ευρεία γκάμα των δραστηριοτήτων περιλαμβάνει ελεύθερες ανταλλαγές υπηρεσιών, τράπεζες χρόνου, καταναλωτικούς συνεταιρισμούς, συνεταιριστικές επιχειρήσεις, τράπεζες σπόρων, αγροτικούς και παραγωγικούς συνεταιρισμούς κ.α.
Η άνθιση της αλληλέγγυας οικονομίας
Ορισμένοι από αυτούς είναι η εναλλακτική κοινότητα Πελίτι (Δράμα), η Φτελιά – γυναικείος αγροτουριστικός συνεταιρισμός Πτελεού, το ΤΕΜ (εναλλακτικό νόμισμα) Μαγνησίας, ο Σκόρος (Αθήνα – ανταλλακτήριο ρούχων), ο Σπόρος (κολλεκτίβα ισοδίκαιου εμπορίου – Αθήνα), το Φασόλι (Δίκτυο ανταλλαγής υπηρεσιών δίχως χρήμα), το ΕΜΡΟ (Εναλλακτική Μονάδα Ροδόπης), ο Οβολός (Εναλλακτικό νόμισμα – Αθήνα), το ΣΠΑΜΕ (Συναιτεριστική Παράκαμψη Μεσαζόντων – Θεσσαλονίκη)  και δεκάδες άλλες πρωτοβουλίες από την Κέρκυρα, τη Μακεδονία και τη Θράκη, τη Στερεά Ελλάδα, την Πελλοπόννησο, τα νησιά του Αιγαίου και την Κρήτη.
Η ανάπτυξη των άτυπων δικτύων κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας δεν είναι μόνο ποσοτική, έχει και ποιοτικά χαρακτηριστικά. Το κυριότερο από αυτά είναι ότι πλέον έχουν ριζώσει στην ελληνική κοινωνία, δεν είναι δηλαδή όπως μέχρι πριν από λίγο χρόνια, περιορισμένες πρωτοβουλίες στα πλαίσια συγκεκριμένων πολιτικών χώρων, που περισσότερο προσπαθούσαν να μιμηθούν και να εισάγουν εμπειρίες από το εξωτερικό. Η τοπικοποίηση των πρωτοβουλιών, που πάει μαζί χέρι-χέρι με την επέκτασή τους πέραν των ορίων της υδροκέφαλης πρωτεύουσας και των κυριότερων αστικών κέντρων της χώρας είναι μια πολύ σημαντική εξέλιξη, γιατί μαρτυράει ότι η κοινωνική και αλληλέγγυα οικονομία αρχίζει και γίνεται κτήμα του ελληνικού λαού.
Τούτο έρχεται να ανατρέψει μια πολύχρονη τάση εξατομίκευσης, διάρρηξης των σχέσεων συνεργασίας και αλληλεγγύης και ενταφιασμού των κοινοτικών παραδόσεων που κυριαρχούσε εντός της ελληνικής κοινωνίας. Είναι επόμενο. Από τη στιγμή που μπλόκαρε ο εκσυγχρονιστικός ωλετήρας, και σταμάτησαν να λειτουργούν όλα εκείνα που τροφοδοτούν την εξατομίκευση και τον καταναλωτικό παροξυσμό, οι υπόγειες, ιστορικές τάσεις ξαναβγήκαν στην επιφάνεια.
Εδώ εντοπίζεται και το εξής παράδοξο: Τυπικά, καθ’ όλη την διάρκεια του ψευδεπίγραφου, αποικιακού εκσυγχρονισμού, ο λεγόμενος «τρίτος τομέας», της κοινωνικής οικονομίας και της αλληλεγγύης γνώριζε πρωτοφανή άνθιση-απόρροια του πολλαπλασιασμού των ΜΚΟ και του πακτωλού των ευρωπαϊκών κονδυλίων που συνέρρεαν στη χώρα. Παράλληλα, όμως, καταγράφονταν σημαντικές απώλειες στο λεγόμενο «κοινωνικό κεφάλαιο» της χώρας, δηλαδή στην ύπαρξη δεσμών, σχέσεων αλληεγγύης και συνεργατικότητας στην βάση της κοινωνίας, πράγμα που οφείλεται στα κυριότερα φαινόμενα που προκάλεσε ο ίδιος ο «εκσυγχρονισμός» στην ελληνική κοινωνία: Την κατανάλωση, την εξατομίκευση, την προαστιοποίηση και βέβαια τις πελατειακές σχέσεις[4]. Τώρα που το επίσημη σφαίρα της κοινωνικής οικονομίας συρρικνώνεται λόγω έλλειψης πόρων, ανθίζουν οι πραγματικές[5] τάσεις αλληέγγυας οικονομίας, οι οποίες έρχονται να συναντήσουν την μακρά ελληνική κοινοτική παράδοση.
Το παράδοξο αυτό μπορεί να εξηγηθεί μόνο αν καταφύγουμε στο γενικό πολιτικό συμπέρασμα της συγκυρίας: Για να καταστεί αυθεντικό ένα κίνημα, θα πρέπει να αποτελέσει ζωντανό κομμάτι της αντίστασης του ελληνικού λαού στον εξανδραποδισμό και την υποδούλωση που αντιμετωπίζει. Δεν μπορεί δηλαδή να σταθεί ούτε «εργαλειακά», ως πρώτο βήμα ανάδυσης μιας νέας τεχνοκρατικής τάξης πτυχιούχων –όπως προς στιγμήν φάνηκε να συμβαίνει με τις ΜΚΟ, αλλά ούτε και ως εξωτικό στοιχείο ενός κοσμοπολίτικου τρόπου ζωής που τροφοδοτείται από μειοψηφικές «φυλές» της αθηναϊκής μητρόπολης.
Ως βαθύ, ελληνικό κοινωνικό ρεύμα, ακόμα και εάν οι ίδιες οι πρωτοβουλίες δεν εκλογικεύουν το ρόλο τους ή δεν τον ομολογούν, η αναβίωση του κοινοτισμού έρχεται να συναντήσει μια παγκόσμια τάση. Μια παγκόσμια τάση που απαντάει τόσο στην οικονομική κρίση –και άρα σε άμεσα ζητήματα επιβίωσης των λάων, όσο και σε πιο πολύπλοκα οργανωτικά ζητήματα των σύγχρονων κοινωνιών, που έχουν να κάνουν με την εξάντληση όλων των παραδεδομένων εργαλείων με τα οποία οι κοινωνίες ρύθμιζαν τις συλλογικές τους ανάγκες. Γιατί οι εξελίξεις των τελευταίων 30 χρόνων, έχουν αποδείξει ότι ούτε το κράτος, ούτε η αγορά μπορούν να εξασφαλίσουν τη συνοχή και τη μείωση των ανισοτήτων μέσα στις κοινωνίες. Συνεπώς, η άνοδος της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας, έρχεται να καλύψει αυτό το κενό. Και το κάνει, τόσο με το να συνδέεται με τις μεγάλες κοινοτιστικές παραδόσεις που εξουδετέρωσε ο καπιταλισμός, και τις καταδίκασε σε υπόγειες διαδρομές επί δεκαετίες ή ακόμα και αιώνες, όσο και με το να ακολουθεί νέες πρακτικές και κοινωνικές μορφές –όπως μαρτυράει η έκρηξη του συνεργατισμού και των μη-εμπρευματικών ανταλλαγών στο διαδίκτυο, το ελεύθερο λογισμικό κ.α.
Η ανάπτυξη της αλληλέγγυας οικονομίας στην Ελλάδα είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση. Δεν είναι μόνο ότι ο ελληνικός λαός ποιεί την ανάγκη φιλοτιμία, είναι ότι αράγει «κοινωνικό κεφάλαιο», ένα δίκτυο δηλαδή αλληλεγγύης που έχει τις δυνατότητες –μαζί με άλλους οικονομικούς πυλώνες, βέβαια– να αποτελέσει την πρώτη ύλη για ένα περισσότερο δίκαιο και εξισωτικό ελληνικό κοινωνικό μοντέλο. Γι’ αυτό και θα πρέπει να την παρακολουθούμε στενά.



[1] Βλέπε για παράδειγμα: Κώστας Βαξεβάνης, Η χαμένη τιμή του χλιδόφτωχου, Εφημερίδα Lifo, 28.09.2011.
[2] Η κρίση άλλαξε τις διατροφικές συνήθειες των Ελλήνων, Εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ, Πέμπτη 13 Οκτωβρίου 2011.
[3] Η κρίση κλείνει τους νέους στο σπίτι, Εφημερίδα Ελευθεροτυπία, Παρασκευή 3 Σεπτεμβρίου 2010.
[4] Ορισμένες όψεις αυτής της πραγματικότητας μπορεί να βρεί κανείς στο, Asimina Christophorou, Social Capital and Economic Growth: The case of Greece: http://www2.lse.ac.uk/europeanInstitute/research/hellenicObservatory/pdf/1st_Symposium/Paper_A_Christoforou.pdf
[5] Για τη διάκριση μεταξύ της τυπικής και της άτυπης κοινωνικής οικονομίας, μπορεί κανείς να ανατρέξει στο Η οικονομία της Αλληλεγγύης, συνέντευξη του Τάκη Νικολόπουλου στην ιστοσελίδα του in.gr, 9 Σεπτεμβρίου 2011.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου