Δύο κείμενα τοῦ Ὀδυσσέα Ἐλύτη: ἀπόσπασμα ἀπὸ «τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ» καὶ «Γιὰ μιὰν ὀπτικὴ τοῦ ἤχου»[Ἀπὸ τὰ δημόσια καὶ τὰ ἰδιωτικὰ, Ἴκαρος 1990.]Πῆρε νὰ χειμωνιάζει, πλήθυναν οἱ ἄδειες καρέκλες γύρω μου. Ἔχω πιάσει γωνιὰ καὶ πίνω καφέδες, φουμέρνοντας ἀντικρὺ στὸ πέλαγος. Θὰ μποροῦσα νὰ περάσω ἔτσι μιὰ ζωὴ ὁλόκληρη, ἂν δὲν τὴν ἔχω κιόλας περάσει. ᾽Ανάμεσα σὲ μιὰ παλιὰ ξύλινη πόρτα ξεβαμμένη ἀπ᾽ τὸν ἥλιο κι ἕνα κλωναράκι γιασεμιοῦ τρεμάμενο· ποὺ ἔτσι καὶ συμβεῖ νὰ μοῦ λείψουν μιὰ μέρα, ἡ ἀνθρωπότητα ὄλη θὰ μοῦ φαίνεται ἄχρηστη. Σχεδὸν σοβαρολογῶ. ᾽Επειδὴ ἐδῶ δὲν πρόκειται πιὰ γιὰ τὴ φύση, ποὺ αὐτήν, πιστεύω, εἶναι πιὸ σημαντικὸ νὰ τὴ διαλογίζεσαι παρὰ νὰ τὴ βιώνεις· οὔτε κὰν γιὰ τὴν παράδοση. Πρόκειται γιὰ τὴ βαθύτερη ἐκείνη δύναμη τῶν ἀναλογιῶν ποὺ συνέχει τὰ παραμικρὰ μὲ τὰ σπουδαῖα ἢ τὰ καίρια μὲ τὰ ἀσήμαντα, καὶ διαμορφώνει κάτω ἀπὸ τὴν κατατεμαχισμένη τῶν φαινομένων ἐπιφάνεια ἕνα πιὸ στερεὸ ἔδαφος γιὰ νὰ πατήσει τὸ πόδι μου —παραλίγο νὰ πῶ ἡ ψυχή μου.Μέσα σ᾿ ἕνα τέτοιο πνεῦμα εἷχα κινηθεῖ ἄλλοτε, ὅταν ἔλεγα ὅτι ἕνα τοπίο δὲν εἷναι, ὅπως τὸ ἀντιλαμβάνονται μερικοί, κάποιο ἁπλῶς σύνολο γῆς, φυτῶν καὶ ὑδάτων. Εἷναι ἡ προβολὴ τῆς ψυχῆς ἑνὸς λαοῦ ἐπάνω στὴν ὕλη. Θέλω νὰ πιστεύω —καὶ ἡ πίστη μου αὐτὴ βγαίνει πάντοτε πρώτη στὸν ἀγώνα της μὲ τὴ γνώση— ὅτι, ὅπως καὶ νὰ τὸ ἐξετάσουμε, ἡ πολυαιώνια παρουσία τοῦ ἑλληνισμοῦ πάνω στὰ δῶθε ἢ ἐκεῖθε τοῦ Αἰγαίου χώματα ἔφτασε νὰ καθιερώσει μιὰν ὀρθογραφία, ὅπου τὸ κάθε ὠμέγα, τὸ κάθε ὕψιλον, ἡ κάθε ὀξεία, ἡ κάθε ὑπογεγραμμένη, δὲν εἶναι παρὰ ἕνας κολπίσκος, μιὰ κατωφέρεια, μιὰ κάθετη βράχου πάνω σὲ μιὰ καμπύλη πρύμνας πλεούμενου, κυματιστοὶ ἀμπελῶνες, ὑπέρθυρα ἐκκλησιῶν, ἀσπράκια ἢ κοκκινάκια, ἐδῶ ἢ ἐκεῖ, ἀπὸ περιστεριῶνες καὶ γλάστρες μὲ γεράνια. Εἶναι μιὰ γλώσσα μὲ πολὺ αὐστηρὴ γραμματική, ποὺ τὴν ἔφκιασε μόνος του ὁ λαός, ἀπὸ τὴν ἐποχὴ ποὺ δὲν ἐπήγαινε ἀκόμη σχολεῖο. Καὶ τὴν τήρησε μὲ θρησκευτικὴ προσήλωση κι ἀντοχὴ ἀξιοθαύμαστη, μέσα στὶς πιὸ δυσμενεῖς ἑκατονταετίες. Ὥσπου ἤρθαμ᾿ ἐμεῖς, μὲ τὰ διπλώματα καὶ τοὺς νόμους, νὰ τὸν βοηθήσουμε. Καὶ σχεδὸν τὸν ἀφανίσαμε. ᾽Απὸ τὸ ἕνα μέρος τοῦ φάγαμε τὰ κατάλοιπα τῆς γραφῆς του καὶ ἀπὸ τὸ ἄλλο τοῦ ροκανίσαμε τὴν ἴδια του τὴν ὑπόσταση, τὸν κοινωνικοποιήσαμε, τὸν μεταβάλαμε σὲ ἕναν ἀκόμα μικροαστό, ποὺ μᾶς κοιτάζει ἀπορημένος ἀπὸ κάποιο παραθυράκι κάποιας πολυκατοικίας τοῦ Αἰγάλεω. Δὲν ἀναφέρομαι σὲ καμιὰ χαμένη γραφικότητα. Οὔτε θυμᾶμαι νά ᾽χω ζήσει σὲ καμιὰ καλὴ ἐποχὴ γιὰ νὰ τὴ νοσταλγῶ. Ἁπλῶς, δὲν ἀνέχομαι τὶς ἀνορθογραφίες. Μὲ ταράζουν. Νιώθω σὰν ν᾿ ἀνακατώνονται τὰ γράμματα στὸ ἴδιο μου τὸ ἐπώνυμο, νὰ μὴν ξέρω ποιὸς εἶμαι, νὰ μὴν ἀνήκω πουθενά. Τόσο πολὺ αἰσθάνομαι νὰ εἶναι ἡ ζωή μου συνυφασμένη μ᾿ αὐτὴν τὴν «ὑδρόγεια λαλιά», ποὺ δὲν εἶναι παρὰ ἡ ὀπτικὴ φάση τῆς ἑλληνικῆς λαλιᾶς, τῆς ἱκανῆς μὲ τὴ διπλή της ὑπόσταση νὰ ὁμιλεῖ καὶ νὰ ζωγραφίζει συνάμα. Καὶ ποὺ ἐξακολουθεῖ ἀθόρυβα ὅσο καὶ δραστικά, παρὰ τὶς ἄνωθεν ἐπεμβάσεις, νὰ εἰσχωρεῖ ὁλοένα μέσα στὴν ἱστορία καὶ μέσα στὴ φύση ποὺ τὴ γέννησαν, ἔτσι ὥστε νὰ μετατρέπει τεράστιες ποσότητες παρελθόντος χρόνου σὲ παρόν, καὶ νὰ μετατρέπεται ἀπὸ τὸ παρὸν αὐτὸ σὲ ὄργανο προικισμένο μὲ τὴ δύναμη νὰ ὁδηγεῖ τὰ στοιχεῖα τῆς ζωῆς μας στὴν πρωτογενὴ φυσική τους ἀλήθεια.Ὅμως, γιὰ νὰ τὸ ἀντιληφθεῖ αὐτὸ κανείς, πρέπει νά ᾽χει περάσει ἀπ᾿ ὅλες τὶς διεργασίες, ὅσες ἀπαιτοῦνται γιὰ νὰ μπορεῖ νὰ διακρίνει ποῦ κεῖται τὸ καίριο. Τὸ καίριο στὴ ζωὴ αὐτὴ κεῖται πέραν τοῦ ἀτόμου. Μὲ τὴ διαφορὰ ὅτι, ἂν δὲν ὁλοκληρωθεῖ κανεὶς σὰν ἄτομο —κι ὅλα συνωμοτοῦν στὴ ἐποχή μας γι᾿ αὐτὸ— ἀδυνατεῖ νὰ τὸ ὑπερβεῖ. Σ᾿ αὐτὸ τὸ σημεῖο σταύρωσης βρισκόμαστε σήμερα, ποὺ οἱ περισσότεροι ἀδυνατοῦν, ἐπὶ παραδείγματι, νὰ ἐκτιμήσουν τὴν ὑγεία ἐπειδὴ δὲν ἔτυχε ν᾿ ἀρρωστήσουν, ἢ ἐπειδὴ —τὸ χειρότερο— θεώρησαν «καίριο» τὴν ἀρρώστια. Ὁ μηχανισμὸς μιᾶς λειτουργίας ὅπως αὐτὴ ἀντανακλᾶ πάνω στὴ λογοτεχνία μας, τὴν καταδυναστεύει, τὴν ὑποβάλλει σ᾿ ἕνα εἶδος παραμορφωτικῆς ἀρθρίτιδας, ποὺ ἐξαιτίας μιᾶς μακρᾶς καὶ συνεχοῦς τακτικῆς ἐκλαμβάνεται ὡς ἡ μόνη φυσιολογική. Γιὰ μιὰν ὀπτικὴ τοῦ ἤχου. [Ἀπὸ τὸ 2x7 ε, Ἴκαρος 1996.]Θὰ μποροῦσε νά ᾿ναι μιὰ σονάτα τοῦ Χάυντν, μαζὶ μὲ πλῆθος κυλιόμενα καὶ κρουόμενα μανταρίνια, ἢ παθιασμένα ἐρωτόλογα μὲ μακρινὲς ἐκρήξεις λατομείων. Ἀλλὰ ὄχι.Ἐμεῖς θὰ πᾶμε σὰν τὴ γλώσσα ποὺ περνάει ἀπὸ τὸ τρυπητὸ γιὰ ν᾿ ἀφήσει ἀπ᾿ ἔξω τ᾿ ἀπόφλουδα καὶ νὰ βρεθεῖ ποιὸς φταίει καὶ διαπράττει κάθε μέρα τὸ αὐτί μας μιὰν ἀνορθογραφία. Κάποτε, μιὰ μέρα χειρότερη καὶ τῆς Κυριακῆς, τὸ συνειδητοποίησα! Ἡ πρωτεύουσα σ᾿ ὅλο τὸ μάκρος της εἶχε γεμίσει τρύπες. Ὄχι ἀπ᾿ αὐτὲς ποὺ ἀνοίγουν οἱ ἐργάτες τοῦ Δήμου στοὺς ὑπονόμους. Μιλῶ γιὰ τὶς ἄλλες, πάνω στὶς προσόψεις τῶν ὑψηλῶν κτιρίων, ὅπου προσεκτικὰ στήνονται οἱ ἐπιγραφὲς ἑταιρειῶν, ἱδρυμάτων καὶ καταστημάτων. ΦαρμακεῖΟ, καφενεῖΟ, ΑἱματολογικΟ ΚέντρΟ, ΠαιδαγωγικΟ ἸνστιτοῦτΟ. Ποὺ ὁ Θεὸς νὰ βάλει τὸ χέρι του. Στὸ τηλεγραφεῖο τῶν νευμάτων μεγάλη ἀναστάτωση ἐπικρατεῖ σ᾿ ὅλη τὴ γειτονιά. Μήπως εἶναι κανένας ξένος δάχτυλος τοῦ τύπου NOVA MAKEDONIA, ἢ μήπως τοῦ ᾿φυγε τοῦ μπογιατζῆ τὸ τελευταῖο ψηφίο καὶ ἔμεινε ἀνολοκλήρωτο ἀπὸ ἀμέλεια ἤ, δὲν ἀποκλείεται, ἀπὸ οἰκονομία; Μὰ εἶναι δυνατόν; Νὰ σοῦ φτιάχνει ὁ ράφτης ἕνα ὡραῖο σακάκι ποὺ τὸ ἕνα του μανίκι τοῦ λείπει, κι ἐσὺ νὰ κυκλοφορεῖς μὲ καμάρι, ὅπως ὁ καστράτος ποὺ ἰδίῳ δικαιώματι ἔμπαινε στὰ χαρέμια, κι ἂς τοῦ ἔλειπε κάτι· ζωὴ νά ᾿χε ὁ σουλτάνος. Φαίνεται πὼς ἡ ζωὴ αὐτὴ δὲν ἔγινε γιὰ νὰ ἐπιτευχθεῖ «κάτι δύσκολο ἢ κάτι τὸ ὑψηλό». Καθόλου. Ἔγινε γιὰ τὴν εὐκολία μας. «Πονάει δόντι, βγάζει δόντι» ποὺ ἔλεγαν οἱ παλαιοί. Πονάει περισπωμένη, βγάζει περισπωμένη· πονάει δασεῖα, βγάζει δασεῖα. Καὶ λαμπρὰ ταιριάζουν ὅλα. Συγνώμην, ἀλλὰ τὸ σώβρακό σου δὲν τ᾿ ἀφήνεις νὰ φαίνεται ποτέ του. Ἀλλὰ τὸ φορεῖς. Δὲν εἶναι τὸ πρακτικὸ μέρος τῶν πραγμάτων ποὺ πρωτεύει στὴ ζωή μας. Τὰ τρία τέταρτα τῆς ἀνθρωπότητας διαβιοῦν κατὰ λάθος. Διαγράφουν τὸ περιττόν, καὶ ἂς εἶναι ὡραῖον, κερδίζοντας μερικὰ εἰκοσιτετράωρα πλήξης. Ἀλλοῦ, μακριά τους στάζει ὁ χυμός, ἔστω καὶ ὡς ἦχος στὰ χείλη μιᾶς θυγατρὸς τοῦ Ὁμήρου. Στὶς δέκα λέξεις μας οἱ πέντε εἶναι ξένες. Ὁλοταχῶς βαδίζουμε πρὸς μιὰν ἐσπεράντο παρὰ πέντε. Κανένας Ἡρώδης δὲν θὰ τολμοῦσε νὰ διατάξει τέτοια γενοκτονία, ὅπως αὐτὴ τοῦ τελικοῦ -ν· ἐκτὸς κι ἂν τοῦ ᾿λειπε ἡ ὀπτικὴ τοῦ ἤχου. Μιὰ Φύση εὐκτική, ἀνώτερη καὶ τῆς Ἀττικῆς, ἐξαποστέλλει ρυακισμοὺς καὶ θροΐσματα στὸ Θριάσιο πεδίο τῶν ἀποξηραμένων μεταρρυθμιστῶν, ποὺ χάρη στὸν εὐφωνικὸ στραβισμό τους ἐκλαμβάνουν τὸν ἑαυτό τους γιὰ προοδευτικό. Ἀλλὰ στοὺς φθόγγους, ὅπως καὶ στὰ χρώματα, δὲν ὑπάρχει ἡ ἔννοια τῆς προόδου. Ἐκτὸς κι ἂν ἐσὺ εἶσαι ὁ δράστης, ὁπότε ὅσο πιὸ εὐώχυμο εἶναι τὸ ἕνα τόσο δυσαπεικόνιστο εἶναι τὸ ἄλλο. Μιὰ κοινωνία ὅπου τ᾿ ἀναγνώσιμα δέντρα γίνονται καὶ πολυφωνικὰ τῆς ἴριδας βρίσκεται ἤδη ἐν ἐξελίξει. Ἂς εἶναι καλὰ ὁ ἑκάστοτε γεωμέτρης ποιητής, πού ᾿χει κερδίσει τὸν στέφανο τοῦ ἀνέμου. Ἴσως ὁ νέος Ἀρίων νὰ γεννήθηκε μόλις ἐχθές. ΥΓ. Μπορεῖ νὰ παραξενεύεται κανεὶς μὲ τὴν ἀπὸ σκοποῦ ἀποχαλινωμένη Κυριακὴ τῆς γραφῆς μου. Δὲν ἔχει ὅμως παρὰ νὰ τὴν ἐξωθήσει ὣς τὸ ἔσχατο ἄκρο της, γιὰ νὰ ἀνατραπεῖ καὶ νὰ βρεθεῖ ἀπ᾿ τὴν ἄλλη μεριά, στὴν τάξη μιᾶς κλασικῆς Δευτέρας. | |
Κυριακή 15 Απριλίου 2012
Δύο κείμενα τού Οδυσσέα Ελύτη
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου