Διδαχές και αποφθέγματα του γέρ. Σίμωνος Αρβανίτη
(+1988)
επιλεγμένα από τα πέντε βιβλία που έγραψε γι’ αυτόν ο
μαθητής του π. Ζωσιμάς (+2009).
Το παρόν κείμενο είναι το μεγαλύτερο μέρος μιας εργασίας του
εν Χριστώ αδελφού Νικολάου Ζερβού.
Παρουσίαση του επιλεγμένου κειμένου,
με προσθήκη αρίθμησης, τίτλων και υποσημειώσεων υπό Λεοντίου
Μοναχού Διονυσιάτου.
01.
Η σωματική
εργασία ως άσκηση.
Το 1942, ο π. Σίμων διορίστηκε, από τον Μητροπολίτη
Καρυστίας Παντελεήμονα (Φωστίνη), Δικαίος και πνευματικός
της Μονής της Μεταμορφώσεως, που απέχει από την Κύμη 5 χιλ.
περίπου. Εκεί ο π. Σίμων έσκαβε τον κήπο της μονής επίτηδες
για άσκηση. Και όταν τον ρωτούσαν γιατί δούλευε, αφού δεν
είχε φάει τίποτε, πώς θα άντεχε, απαντούσε:
«Τώρα πρέπει να ασκηθώ και να νικήσω τις αμαρτίες, αλλιώς η αμαρτία δεν νικιέται με τίποτα. Νικιέται μόνο με την άσκηση και την πίστη». (Α-59/60).
«Τώρα πρέπει να ασκηθώ και να νικήσω τις αμαρτίες, αλλιώς η αμαρτία δεν νικιέται με τίποτα. Νικιέται μόνο με την άσκηση και την πίστη». (Α-59/60).
02. Ο Γέροντας είχε πολύ παρρησία και αφοβία.
Μια ημέρα, στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως στην Κύμη, είχε
μαζευτεί πολύς κόσμος. Είχαν πάει και μερικοί αντάρτες και
είχαν και ένα κοντάρι με το κεφάλι κάποιου παπά που είχαν
σκοτώσει. Ένας από αυτούς είχε ανέβει ψηλά σε μια εξέδρα και
φώναζε: Ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία!
Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε:
«Όλα όσα λες είναι αμαρτία. Πού ξέρεις εσύ, τι είναι παρθενία; Πώς τολμάς να λες τέτοιες βλακείες και ανοησίες για πράγματα που δεν ξέρεις; Δεν μπορείς να λες «ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία. Και επί πλέον δεν σου επιτρέπεται να μιλάς με τον τρόπο αυτό σε ένα άγιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι».
Και τον πιάνει ο π. Σίμων και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα. Ο κόσμος όλος, που ήταν μάρτυρας της σκηνής εκείνης, έμεινε κατάπληκτος από το θάρρος του π. Σίμωνα και από την παρρησία και την αφοβία, με την οποία μίλησε για την παρθενία.
Μαινόμενος ο αντάρτης όπλισε το όπλο του έτοιμος να σκοτώσει τον π. Σίμωνα. Όμως, ένας άλλος αντάρτης, που ήταν μαζί του, τον σταμάτησε, λέγοντάς του: «Για όνομα του Θεού! Μην το κάνεις αυτό! Αν τον σκοτώσεις, όλο το χωριό θα ξεσηκωθεί εναντίον μας, γιατί, αν το χωριό αυτό ζει ακόμη, το οφείλει στον παπά αυτόν. Αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος. Μάλιστα κάνει και θαύματα». «Έτσι, σταμάτησε το κακό ως εκεί. Φανερή ήταν η επέμβαση του Θεού», τελειώνει ο αφηγητής. (Α-66/67).
Ο Γέροντας, ακούγοντας αυτά, κυριεύθηκε από ζήλο Κυρίου Σαβαώθ και ξεκίνησε να πάει να δώσει ένα μάθημα στον ασεβή. Ένας από τους πατέρες της Μονής προσπάθησε να τον συγκρατήσει, λέγοντάς του: «Τι πας να κάνεις πάτερ Σίμων; Δεν βλέπεις το κεφάλι του παπά στο κοντάρι»;
Ο Γέροντας δεν του έδωσε σημασία και προχώρησε προς τον αντάρτη. Ανέβηκε πάνω στην εξέδρα και τον ήλεγξε με πολύ αυστηρό τρόπο και κατέληξε:
«Όλα όσα λες είναι αμαρτία. Πού ξέρεις εσύ, τι είναι παρθενία; Πώς τολμάς να λες τέτοιες βλακείες και ανοησίες για πράγματα που δεν ξέρεις; Δεν μπορείς να λες «ζήτω η ελευθερία, κάτω η παρθενία. Και επί πλέον δεν σου επιτρέπεται να μιλάς με τον τρόπο αυτό σε ένα άγιο χώρο, όπως είναι το Μοναστήρι».
Και τον πιάνει ο π. Σίμων και με δύναμη, που εκείνος δεν φανταζόταν πως είχε ετούτος ο παπάς, τον κατέβασε από την εξέδρα. Ο κόσμος όλος, που ήταν μάρτυρας της σκηνής εκείνης, έμεινε κατάπληκτος από το θάρρος του π. Σίμωνα και από την παρρησία και την αφοβία, με την οποία μίλησε για την παρθενία.
Μαινόμενος ο αντάρτης όπλισε το όπλο του έτοιμος να σκοτώσει τον π. Σίμωνα. Όμως, ένας άλλος αντάρτης, που ήταν μαζί του, τον σταμάτησε, λέγοντάς του: «Για όνομα του Θεού! Μην το κάνεις αυτό! Αν τον σκοτώσεις, όλο το χωριό θα ξεσηκωθεί εναντίον μας, γιατί, αν το χωριό αυτό ζει ακόμη, το οφείλει στον παπά αυτόν. Αυτός είναι ένας άγιος άνθρωπος. Μάλιστα κάνει και θαύματα». «Έτσι, σταμάτησε το κακό ως εκεί. Φανερή ήταν η επέμβαση του Θεού», τελειώνει ο αφηγητής. (Α-66/67).
03. Χορτασμός πολλών με ολίγα. Ένα απόγευμα
είχαν πάει πάλι εκατοντάδες άνθρωποι στο Μοναστήρι (Ιερά
Μονή Μεταμορφώσεως στην Κύμη) για αγρυπνία και με την ελπίδα
πως ίσως υπήρχε και δυνατότητα να φάνε κάτι, γιατί η πείνα
θέριζε τον κόσμο. Έτος 1943, γερμανική κατοχή. Στο Μοναστήρι
είχαν μόνο μια φούχτα ρεβίθια σε ένα σακκουλάκι και μία
φούχτα πλιγούρι σε ένα άλλο.
Ο π. Σίμων είπε στη μαγείρισσα Μοσχούλα: Άκουσε τι θα κάνεις. Θα βάλεις στη φωτιά τα δύο μεγάλα καζάνια και θα γεμίσεις ως τη μέση νερό. Μόλις δεις να κοχλάζει το νερό, ρίξε τα ρεβίθια στο ένα καζάνι και το πλιγούρι στο άλλο, για να κάνουμε φαγητό και να φάει ο κόσμος.
Η Μοσχούλα είχε ζωηρές αμφιβολίες γι’ αυτά που άκουσε, αλλά ο π. Σίμων την ήλεγξε αυστηρά και της είπε:
Κάνε, παιδί μου, υπακοή. Κάνε ό,τι σου λέω εγώ και άφησε τις κουβέντες. Η Μοσχούλα φοβήθηκε, βλέποντας τόσο αυστηρό και στεναχωρημένο τον Γέροντα και είπε: Καλά πάτερ Σίμων. Θα κάνω όπως είπες. Μόλις έβρασε το νερό, η Μοσχούλα έριξε τα υλικά στα δυο καζάνια. Μετά από λίγο πήγε να δει, τι γίνεται με το φαγητό. Και τι να δει! Βλέπει τα δύο καζάνια να έχουν γεμίσει φαΐ και να φουσκώνουν! Στις φωνές της έτρεξαν όλοι, φέρνοντας διάφορα δοχεία και τα γέμισαν φαγητό, να προλάβουν, να μη ξεχειλίσουν τα καζάνια και χυθεί το φαΐ.
Το πρωί έφαγαν όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος στην αγρυπνία. Και ήταν πολύς λαός! Και οι πατέρες της Μονής είχαν για αρκετές ημέρες πλούσια και χορταστική τροφή!
Πολύ αργότερα μετά από το παραπάνω θαύμα, ο πατήρ Σίμων διηγήθηκε σε Μοναχούς, ότι προβληματίσθηκε, βλέποντας όλα τα θαύματα που γινόντουσαν στο Μοναστήρι και, όπως περπατούσε στον κήπο, έλεγε απευθυνόμενος προς τον Κύριο:
«Κύριέ μου, παρακαλώ, δεν ξέρω εγώ ποιος είμαι; Δεν ξέρω εγώ ότι είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός; Αυτά τα θαύματα γίνονται μόνο από Αγίους. Πώς συμβαίνει να γίνονται και με μένα;
Κύριέ μου, σε παρακαλώ να μου λύσεις την απορία μου αυτή».
Εκείνη τη στιγμή μου έγινε μια ζωντανή αποκάλυψη, είπε ο Γέροντας. Άκουσα δυνατά τη φωνή του Θεού να μου μιλάει, αναφέροντας το όνομά μου και ένοιωθα κάθε λέξη να μου χτυπάει αισθητά το μέτωπο:
«Σίμων, λες πως είσαι αμαρτωλός. Είσαι! Δεν σε έχω κατατάξει στους αγίους μου, αλλά στους δικαίους. Όταν βλέπω να με παρακαλάς νύχτα-μέρα να σου στέλνω βοήθεια για να φάει ο κόσμος και τους έχεις σαν μπαρμπούνια κι’ εσύ να μην τρως, αλλά να μένεις μερόνυχτα νηστικός, να είσαι σαν μια σκιά του εαυτού σου, αφού έχεις τόσο μεγάλη αγάπη για τα πλάσματά μου, πώς Εγώ να μη σου στέλνω αυτό που μου ζητάς; Γι’ αυτό σου λέω πως, αν συνεχίσεις να έχεις αυτή την αγάπη μέχρι τέλους, εγώ θα σε ευλογώ και δεν θα σου λείψει τίποτε». Ο Κύριος σταμάτησε να μιλάει. Ήμουν έπειτα από αυτό, συνέχισε ο Γέροντας, όλος χαρά. (Α-69/71)
Ο π. Σίμων είπε στη μαγείρισσα Μοσχούλα: Άκουσε τι θα κάνεις. Θα βάλεις στη φωτιά τα δύο μεγάλα καζάνια και θα γεμίσεις ως τη μέση νερό. Μόλις δεις να κοχλάζει το νερό, ρίξε τα ρεβίθια στο ένα καζάνι και το πλιγούρι στο άλλο, για να κάνουμε φαγητό και να φάει ο κόσμος.
Η Μοσχούλα είχε ζωηρές αμφιβολίες γι’ αυτά που άκουσε, αλλά ο π. Σίμων την ήλεγξε αυστηρά και της είπε:
Κάνε, παιδί μου, υπακοή. Κάνε ό,τι σου λέω εγώ και άφησε τις κουβέντες. Η Μοσχούλα φοβήθηκε, βλέποντας τόσο αυστηρό και στεναχωρημένο τον Γέροντα και είπε: Καλά πάτερ Σίμων. Θα κάνω όπως είπες. Μόλις έβρασε το νερό, η Μοσχούλα έριξε τα υλικά στα δυο καζάνια. Μετά από λίγο πήγε να δει, τι γίνεται με το φαγητό. Και τι να δει! Βλέπει τα δύο καζάνια να έχουν γεμίσει φαΐ και να φουσκώνουν! Στις φωνές της έτρεξαν όλοι, φέρνοντας διάφορα δοχεία και τα γέμισαν φαγητό, να προλάβουν, να μη ξεχειλίσουν τα καζάνια και χυθεί το φαΐ.
Το πρωί έφαγαν όλοι όσοι είχαν πάρει μέρος στην αγρυπνία. Και ήταν πολύς λαός! Και οι πατέρες της Μονής είχαν για αρκετές ημέρες πλούσια και χορταστική τροφή!
Πολύ αργότερα μετά από το παραπάνω θαύμα, ο πατήρ Σίμων διηγήθηκε σε Μοναχούς, ότι προβληματίσθηκε, βλέποντας όλα τα θαύματα που γινόντουσαν στο Μοναστήρι και, όπως περπατούσε στον κήπο, έλεγε απευθυνόμενος προς τον Κύριο:
«Κύριέ μου, παρακαλώ, δεν ξέρω εγώ ποιος είμαι; Δεν ξέρω εγώ ότι είμαι ένας μεγάλος αμαρτωλός; Αυτά τα θαύματα γίνονται μόνο από Αγίους. Πώς συμβαίνει να γίνονται και με μένα;
Κύριέ μου, σε παρακαλώ να μου λύσεις την απορία μου αυτή».
Εκείνη τη στιγμή μου έγινε μια ζωντανή αποκάλυψη, είπε ο Γέροντας. Άκουσα δυνατά τη φωνή του Θεού να μου μιλάει, αναφέροντας το όνομά μου και ένοιωθα κάθε λέξη να μου χτυπάει αισθητά το μέτωπο:
«Σίμων, λες πως είσαι αμαρτωλός. Είσαι! Δεν σε έχω κατατάξει στους αγίους μου, αλλά στους δικαίους. Όταν βλέπω να με παρακαλάς νύχτα-μέρα να σου στέλνω βοήθεια για να φάει ο κόσμος και τους έχεις σαν μπαρμπούνια κι’ εσύ να μην τρως, αλλά να μένεις μερόνυχτα νηστικός, να είσαι σαν μια σκιά του εαυτού σου, αφού έχεις τόσο μεγάλη αγάπη για τα πλάσματά μου, πώς Εγώ να μη σου στέλνω αυτό που μου ζητάς; Γι’ αυτό σου λέω πως, αν συνεχίσεις να έχεις αυτή την αγάπη μέχρι τέλους, εγώ θα σε ευλογώ και δεν θα σου λείψει τίποτε». Ο Κύριος σταμάτησε να μιλάει. Ήμουν έπειτα από αυτό, συνέχισε ο Γέροντας, όλος χαρά. (Α-69/71)
04. Φιλοξενία. Μετά τα θαύματα του χορτασμού
εκατοντάδων ή και χιλιάδων λαού κατά τη διάρκεια της
Κατοχής, που σημειώθηκαν στο Μοναστήρι της Μεταμορφώσεως,
όπου ήταν τοποθετημένος ο π. Σίμων από τον Μητροπολίτη
Καρυστίας, ο Γέροντας, διηγούμενος αργότερα τα θαύματα αυτά
στους Μοναχούς του, στην Ιερά Μονή πλέον του Αγίου
Παντελεήμονος, στη Νέα Πεντέλη, της οποίας υπήρξε ο κτήτωρ,
τους έλεγε:
«Παιδιά μου, προσέξτε καλά τη φιλοξενία. Ας μην έρθει κανένας και φύγει χωρίς να πάρει κάτι. Όσο κι’ αν αυτός δεν θέλει να πάρει τίποτε, εσείς να επιμένετε να του δώσετε κάτι για ευλογία, λίγο φαγητό, έναν καφέ, λίγο ψωμί, ό,τι έχετε. Γιατί, προσέξτε καλά, αν φύγει κανένας και δεν πάρει τίποτε, εγώ νιώθω να κατεβαίνω στον Άδη. Εδώ δεν ήρθαμε να κάνουμε έργα οικοδομικά, αλλά πνευματικά. Προηγείται η φιλοξενία και η αγάπη. Ό,τι θα μας μείνει τελικά, αυτό θα χρησιμοποιήσουμε για έργα τεχνικά». Ακόμη έλεγε και τούτα: «Να ξέρετε καλά, ότι η Κυριακή είναι ημέρα του Κυρίου, ημέρα αναστάσιμη. Πρέπει να μαγειρεύουμε κρέας (χάριν των προσκυνητών) και όχι όσπρια. Τα όσπρια είναι για τις καθημερινές. Και παίρνοντας κρέας, να παίρνετε ό,τι πιο εκλεκτό, για να ευχαριστείται ο Κύριος». (Α-71)
«Παιδιά μου, προσέξτε καλά τη φιλοξενία. Ας μην έρθει κανένας και φύγει χωρίς να πάρει κάτι. Όσο κι’ αν αυτός δεν θέλει να πάρει τίποτε, εσείς να επιμένετε να του δώσετε κάτι για ευλογία, λίγο φαγητό, έναν καφέ, λίγο ψωμί, ό,τι έχετε. Γιατί, προσέξτε καλά, αν φύγει κανένας και δεν πάρει τίποτε, εγώ νιώθω να κατεβαίνω στον Άδη. Εδώ δεν ήρθαμε να κάνουμε έργα οικοδομικά, αλλά πνευματικά. Προηγείται η φιλοξενία και η αγάπη. Ό,τι θα μας μείνει τελικά, αυτό θα χρησιμοποιήσουμε για έργα τεχνικά». Ακόμη έλεγε και τούτα: «Να ξέρετε καλά, ότι η Κυριακή είναι ημέρα του Κυρίου, ημέρα αναστάσιμη. Πρέπει να μαγειρεύουμε κρέας (χάριν των προσκυνητών) και όχι όσπρια. Τα όσπρια είναι για τις καθημερινές. Και παίρνοντας κρέας, να παίρνετε ό,τι πιο εκλεκτό, για να ευχαριστείται ο Κύριος». (Α-71)
05. Προσωπικές οικονομίες. Μια κυρία ρώτησε
τον Γέροντα:
«Πάτερ Σίμων, είναι αμαρτία να βάζει κανένας κάτι στην άκρη από τις οικονομίες του για κάποιες ανάγκες»; «Όχι, παιδί μου, δεν είναι αμαρτία να έχει κανένας κάτι στην άκρη για ώρα ανάγκης. Αμαρτία είναι το να σκέφτεσαι μόνο τα λεφτά σου και τίποτε άλλο», είπε ο Γέροντας. (Α-79 / 80). .... Συνεχίζεται στο αρχείο pdf.
«Πάτερ Σίμων, είναι αμαρτία να βάζει κανένας κάτι στην άκρη από τις οικονομίες του για κάποιες ανάγκες»; «Όχι, παιδί μου, δεν είναι αμαρτία να έχει κανένας κάτι στην άκρη για ώρα ανάγκης. Αμαρτία είναι το να σκέφτεσαι μόνο τα λεφτά σου και τίποτε άλλο», είπε ο Γέροντας. (Α-79 / 80). .... Συνεχίζεται στο αρχείο pdf.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου