Ψιλικατζής λοιπόν ε; Ψιλικατζής, ναί. Ψιλικατζής. Όχι με την επιτηδευμένη περιφρόνηση που συνοδεύει καμιά φορά τη λέξη, όταν μιλούν απαξιωτικά οι «μεγάλοι», εκείνοι που κάνουν τα «μεγάλα κόλπα». Όχι, όχι. Ψιλικατζής. Ψιλικατζής κυριολεκτικά. Ψιλικά, λίγο απʼ όλα. Απο εφημερίδες και τσιγάρα μέχρι κανά τυράκι και γάλα, με μερικά κατοστάευρα μπαξίσι για την άδεια, και ορθώνεται εκεί νυχθημερόν. Απάγκιο για τους καταναλωτές που ξέμειναν. Με το πτυχίο του Πολιτικού της Νομικής, της Αθήνας παρακαλώ, διπλωμένο στην κολώτσεπη. Κομμένο και ραμένο στην απομέσα φόδρα κάθε ρούχου. Ποιός κοιτά τη φόδρα; Για τέτοια είμαστε, τώρα. Ρίξε ένα ρουχαλάκι απάνω σου, το πολύ. Οι νύχτες θα αρχίσουν τώρα να φορτώνονται με υγρασία. Κι η ένταξη του, η καθιέρωση του, η αξία του, το έχει του ολάκερο, ζυγιάζεται στο περίβλημα της εσώτερης φόδρας. Στο κατοχυρωμένο brand που αγγυλώθηκε στο μέρος της καρδιάς. Σα καρφιτσωμένο μαρτυρίκι μιας ακόμη «άγιας βάπτισης» στο μυστήριο του καταναλωτισμού.
Κιʼ η κοινωνιολογία, η αγία κοινωνιολογία, το εφηβικό ρεσάλτο προς τον ουρανό; Άγνωστη λέξη. Ίδια απαράλλαχτα άγνωστη όπως στο λεξικό της συγχωρεμένης της μάνας του. Ποιά κοινωνιολογία...Ποιός λόγος, κι ακόμη χειρότερα ποιά κοινωνία; Ποιός ο λόγος; Ακοινώνητες μοναχικές υπάρξεις ταμπουρωμένες πίσω από δικαιώματα και υγειονομικές διατάξεις. Μάθαν οι κάθε εθνικότητας «Αλβανοί» το νόμο απʼ έξω κι ανακατωτά, βοηθήσανε κι οι ντόπιοι δικολάβοι, οι υπηρεσίες του κράτους κουνήσανε συγκαταβατικά τους ώμους -άλλο που δεν θέλανε στο ραχάτι τους- και γίνηκε ο νόμος εργαλείο κατέναντι της ανθρωπιάς. Που να ανθρωπίσει ο άνθρωπος έτσι καθώς παραφυλάει, γιομάτος πάνοπλες καχυποψίες, μη τύχει και αδικηθεί. Σιγά τα ωά. Μα με κάτι τέτοια χτίστηκε η ιδέα να λογαριάζεται το νόμιμο και ηθικό. Ανυποψίαστοι όλοι στο ερώτημα, αν μπορούν αυτά τα δυό να διαφέρουν;
Γιʼ αυτό σου λέω, ψιλικατζής. Ένα Winston μαλακό, την Αυγή και μήπως έχετε κέτσαπ; Έχουμε. Ως υποκατάστατο αίματος. Υποκατάστατο κοχλάζοντος νεανικού αίματος, που τα θέλει όλα και τα θέλει τώρα. Τώρα πια δεν θέλει τίποτα και δεν το θέλει ποτέ. Ποτέ πιά. Πέταξε πετσέτα ή μάλλον μπουρνούζι. Έχουμε. Έχουμε και μπουρνούζι και Αυγή. Ως υποκατάστατο της προχωρημένης Δύσης μας. Ή μάλλον ως μαρτυρίκι (ακόμη ένα) στο «μυστήριο» του αφόρητου εκδυτικισμού μας. Σιγά το «μυστήριο».
Γιʼ αυτό σου λέω, ψιλικατζής. Κι ο καλοζωισμένος κύριος έφορος που γυρεύει πάντα την απόδειξη του. Ο κύριος υπηρέτης του δημοσίου συμφέροντος, υπερασπιστής του ταμείου του κράτους, δίχως την ελάχιστη ένδειξη εντιμότητος, εντεταλμένος να ζητά αποδείξεις. Χαμογελάς. Δεν ξέρεις που θα τον χρειαστείς. Χαμόγελα κλειστής καρδιάς, προκαταβολές στις πιθανές μελλοντικές επεμβάσεις ανοιχτής τσέπης. Κι ύστερα ο κύριος ελεγκτής της κοινωνικής ασφάλισης, προασπιστής των αδύναμων εργαζόμενων απέναντι στη στυγνή κερδοσκοπία των ψιλικατζίδων. Νεόκοπος στοιχηματίας μοιράζεται το ίδιο εύκολο όνειρο με τον απέναντι "ανταγωνιστή" κι έναν μπάτσο. Εσείς έχετε άδεια για το ψυγείο; Μα δεν είναι η αρμοδιότητα σας αυτή, -δεν- του απαντά. Εεεεε....μετεωρίζεται λίγο το ε....και ύστερα....Τι έγινε πάλι κέρδισε ο γαύρος ε; Σωστή απάντηση. Να κεράσω ένα καινούργιο κρασάκι απʼ την κάβα μας; Ακόμη σωστότερη.
Ψιλικατζής φοροφυγάς, το ομολογεί, ανερυθρίαστα. Σε ένα διεφθαρμένο κράτος, η φοροδιαφυγή είναι πράξη εθνικής αντίστασης. Δεν το ομολογεί στον κύριο έφορο. Διαφεύγει. Όπως διαφεύγει και ο κύριος έφορος. Όλοι οι πολίτες αυτού του κράτους διαφεύγουν. Κάποιοι, οι πιο σπουδαίοι ίσως, διαφεύγουν στο εξωτερικό. Οι ψιλικατζίδες διαφεύγουν εντός. Όμως αναμφίβολα εκτός, των ονείρων τους. Ξέρεις το δίλημμα ΦΠΑ ή ΔΕΗ; Φόρο ή φώς; Ναι σʼ αυτόν τον τόπο που φέρει φώς, ως ψιλικατζής, συνδιαλέγεσαι με τον εαυτό σου τι απʼ τα δυό θα διαλέξεις...Το φως, λες...τουλάχιστον δεν θα είσαι όμηρος του σκοταδιού...και κάπως έτσι επιλέγεις την ομηρία του έφορα...
Κοινωνιολόγος ψιλικατζής. Λαμπρός επιστήμων. Ψιλικατζής βέβαια, αλλά λαμπρός επιστήμων.
Χαλούμι έχετε, τον διακόπτουν. Έχουμε, αναρωτιέται. Χαλούμι κυπριακό; Έχουμε; Έχουμε ως δείγμα Κύπρου ελληνικής. Χαλούμι απο σάρκα Κερύνειας και οστά Μόρφου. Έχουμε. Από γάλα αίγας του Πενταδάκτυλου. Έχουμε. Στυφό στη γεύση, αλλά πιο delicatessen, απʼ τα δάκρυα. Αν είναι στυφό αφήστε το, δεν θα πάρω...Ακούστηκε. Στην τηλεόραση φαίνεστε σοφότερη. Σʼ αυτό με τις ξανθές δεν παίζετε; Κρίμα, στον Πενταδάκτυλο, δεν έχει μάλλον καλό σήμα.
Κάρτες δέχεστε; Των ελληνικών τραπεζών; Ναι των τραπεζών. Διστάζει στο ελληνικών...Ρε τους καριόληδες, αφού αθωώσανε την απληστία, τώρα γυρεύουνε να ενοχοποιήσουνε την επιβίωση. Ψιλικατζίδικο που αγοράζει ένα και πουλάει 15 φορές επάνω έχεις δει; Γι΄ αυτό οι τράπεζες δεν είναι ψιλικατζίδικα. Κιʼ όπως κάθε θρησκεία -που σέβεται τον εαυτό της- πουλάει ενοχές, έτσι και τα νέα ιερά την ενοχή της φτώχειας πουλάνε, με τόκο μάλιστα 15 φορές επάνω απʼ ότι δίνουνε. Καταναλώσατε περισσότερο απʼ ότι παράγετε. Είστε ένοχος της αποτυχίας σας. Σας αξίζει η ποινή της οικονομικής καταστροφής. Ο νέος θεός, ακριβοδίκαιος κριτής και τιμωρός, ένας δόλιος προτεστάντης του κερατά, κουνάει επιτιμητικά το δάχτυλο, στους «καθυστερημένους» των δόσεων. Τους σύγχρονους «καθυστερημένους» του παγκόσμιου χυλού. Όπως είπε κι η θειά του, γνωστή καλβινίτισα-αποταμιεύτρια με εισόδημα καμιά δεκαριά νοίκια, για όλα φταίει αυτός. Η Eurobank, για τίποτα!
Μοναδική παραφωνία στην παρέλαση των υψωμένων σημαιών ευκαιρίας του ψιλικατζίδικου, ο κυρ Τάσος κι ο Αναστάσης. Παππούς και εγγονός. Ο πρώτος του ʽδειξε πως μπορείς να ʽσαι αριστερός και ορθόδοξος χριστιανός μαζί. Ταυτόχρονα. Ήτανε πιτσιρικάς με τον Άρη και τον κέρασε μιαν θυμαρίσια ιστορία. Ο δεύτερος, στα χνάρια του παππού του, τον μαθήτεψε πως μπορεί κανείς να ακούει ελληνικό hiphop. Αμερικάνικο Hiphop που μπολιάζεται στον τρόπο μας και γίνεται ελληνικό, δηλαδή οικουμενικό. Τον τράταρε ένα cd των active member.
Γιʼ αυτό μου λέει, ψιλικατζής. Ψιλικατζής κοινωνιολόγος του Πολιτικού της Νομικής. Παντρεμένος με κόρη της παντρειάς. Γυναίκα επίσης της παντρειάς και ...πεθερά επίσης. Εκκλησιάζεται σπάνια σε ναούς δίχως ηλεκτρικά καντηλέρια και μεγαφωνικές. Τόσο σπάνια. Κοινωνεί στο μαγαζάκι του. Το μαγαζί του Ισίδωρου. Κοινωνεί και κοινωνείται συχνά-πυκνά, όταν ιερουργούν παλιές ροκές ανάμεσα σε κρητικά τσίπουρα και μη ματαιωμένα όνειρα. Κοινωνεί στην παρέα των παλαιών συντρόφων ως απερισκέπτως εύελπις, όταν απουσιάζουν η κυρία κοινωνιολογία, ο κύριος έφορος, ο κύριος δικολάβος, ο κύριος απάνθρωπος, ο κύριος αγανακτισμένος ανταγωνιστής, ο κύριος ελεγκτής, ο κύριος μπάτσος, η κυρία πελάτισσα της Αυγής, η κυρία πελάτισσα του κέτσαπ, ο κύριος με το στοίχημα του εύκολου ονείρου, η κυρία τηλεαστέρας με το χαλούμι, η κα Τράπεζα.
Απερισκέπτως εύελπις ψιλικατζής προς χάριν όλων αυτών των απόντων προσώπων, μαρτυρώντας μνήμη Κερύνειας Μόρφου, Πενταδάκτυλου, Αιγαίου, Μακεδονίας, Κρήτης, Λέρου, Ίμβρου, Ιωαννίνων... Αλεξάνδρειας, Ψερίμου, Καππαδοκίας και Πόντου...και υπέρ πάσης σαρκός ελληνικής. Υπέρ κυρ Τάσου και Αναστάση. Πρέπει να σπουδάσεις τους απόντες για να αξιωθείς μια κάποια συνάντηση με τους παρόντες στα ψιλικατζίδικα του τρόπου μας. Και που θα πάει, δεν μπορεί μια μέρα ή νύχτα ο τρόπος αυτός θα απλώσει τη φωτιά του ως τα μεγάλα supermarkets.
ΑΝΤΩΝΗΣ ΑΝΔΡΟΥΛΙΔΑΚΗΣ
28.08.10
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου